ώριος

ώριος
(I)
-ον, Α
νυχτερινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὦρος «ύπνος» (αλλά και ὤρος
ἡ νύξ, Ησύχ.)].
————————
(II)
-ον, Α δωρ. τ. τού ούριος (Ι).
————————
(III)
-ία, -ον, θηλ. και -ος, Α [ὥρα]
(ποιητ. τ.)
1. (κυρίως για καρπούς) αυτός που παράγεται την κατάλληλη εποχή τού έτους
2. (για έργο ή ενέργεια) επίκαιρος
3. αυτός που γίνεται την κατάλληλη ώρα τής ημέρας
4. (για άνθος) νέος
5. (για φρούτα) φρέσκος, νωπός
6. αυτός που γίνεται σε ορισμένες εποχές τού έτους («μήτ' ἔαρ γιγνόμενον πολιὸν μήθ' ὥριος ὄμβρος», Ησίοδ.)
7. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὥρια
α) όλοι οι καρποί που χαρακτηρίζουν μια εποχή
β) η εποχή τού έτους
γ) οι καθιερωμένες ταφικές ιεροτελεστίες
8. φρ. «ὥριον ἐστί»
(με απρμφ.) είναι ώρα, είναι καιρός να...
επίρρ...
ὡρίως Α
(κατά το λεξ. Σούδα) «κατὰ καιρόν».
————————
(IV)
-ια, -ο και ωριός, -ιά, -ιό, Ν
(διαλ. τ.) ωραίος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ωραίος, με αναβιβασμό τού τόνου, κατά τα ακέριος, στέριος ή κατά το σύνθ. παν-ώριος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ώριος, -α, -ο — και ωριός ιά, ιό ωραίος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὥριος — produced in season masc nom sg ὥριος produced in season masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὡρίως — ὥριος produced in season adverbial ὥριος produced in season masc acc pl (doric) ὥριος produced in season adverbial ὥριος produced in season masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὡρίων — ὥριος produced in season fem gen pl ὥριος produced in season masc/neut gen pl ὥριος produced in season masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὡρίου — ὥριος produced in season masc/neut gen sg ὥριος produced in season masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὥρια — ὥριος produced in season neut nom/voc/acc pl ὥριος produced in season neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὥριοι — ὥριος produced in season masc nom/voc pl ὥριος produced in season masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠρίων — ὤριος sleep masc/fem/neut gen pl ὠ̱ρίων , ὦρος sleep neut gen pl (doric) ὠρέω pres part act masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠρίῳ — ὤριος sleep masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὡρίαις — ὥριος produced in season fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”